- προσανέχω
- Α[ἀνέχω]1. κρατώ ακόμη2. περιμένω κάτι με υπομονή3. αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι5. μτφ. έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάτι («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῑς ἐλπίσι τῆς βοηθείας», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.